- ἀσκαλάφου
- ἀσκάλαφοςowlmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἀσκαλάφου — Ἀσκάλαφος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όρφνη — Νύμφη της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, μητέρα του Ασκάλαφου από τον Αχέροντα. * * * ὄρφνη, δωρ. τ. ὄρφνα, ἡ (Α) 1. το σκοτάδι τής νύχτας 2. η νύχτα 3. φρ. «χθονὸς μέλαινα ὄρφνη» ο Αδης, ο Κάτω Κόσμος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. αβέβαιης ετυμολ.,… … Dictionary of Greek
Αστυόχη — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μια από τις κόρες της Νιόβης, που τόξευσε η Άρτεμη. 2. Κόρη του ποταμού Σιμόεντα, σύζυγος του Εριχθόνιου, μητέρα του Τρώα. 3. Κόρη του Άκτορα, μητέρα του Ασκάλαφου και του Ιαλμένη από τον Άρη. 4. Κόρη του βασιλιά… … Dictionary of Greek